ερωτολογώ

ερωτολογώ
-έω και -άω
1. μιλώ για έρωτα
2. ερωτοτροπώ, αισθηματολογώ
3. καταγίνομαι στο να συνάπτω ερωτικές σχέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτολόγος. Η λ. μαρτυρείται στον Άγγελο Βλάχο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αισθηματολογώ — 1. εκφράζω ερωτικά συναισθήματα, ερωτολογώ 2. μιλώ παρασυρόμενος από τα συναισθήματά μου, χωρίς να βασίζομαι στη λογική. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισθηματολόγος. ΠΑΡ. αισθηματολόγημα] …   Dictionary of Greek

  • ερωτολόγημα — το το φιλοφρόνημα ερωτικού περιεχομένου, η εκδήλωση με λόγια ερωτικού αισθήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Άγγελο Βλάχο] …   Dictionary of Greek

  • ερωτοτροπώ — ερωτοτρόπησα 1. προσπαθώ να κάνω πρόσωπο του άλλου φύλου να με ερωτευθεί. 2. ερωτολογώ, φλερτάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”